παρυποστᾶσιν

παρυποστᾶσιν
παρά , ὑπό-στάζω
drop
fut part act masc/neut dat pl (doric)
παρά-ὑφίστημι
place
aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic)
παρά-ὑποστάζω
drop slowly
fut part act masc/neut dat pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρυπόστασιν — παρυπόστασις coordinate fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρυπόστασις — άσεως, ή ΜΑ [υπόστασις] πραγματικότητα που συνυπάρχει με κάποιαν άλλη, ενότητα («οὐδὲν γάρ ἐστι τὸ συμβεβηκὸς καὶ μὴ καθ ἑαυτὸ θεωρούμενον χωρὶς τῆς ἐν ὑποκειμένῳ παρυποστάσεως», Γρηγ. Νύσ.) μσν. αρχ. εξαρτημένη υπόσταση, αυτή που υπάρχει επειδή… …   Dictionary of Greek

  • ЗЛО — [греч. ἡ κακία, τὸ κακόν, πονηρός, τὸ αἰσχρόν, τὸ φαῦλον; лат. malum], характеристика падшего мира, связанная со способностью разумных существ, одаренных свободой воли, уклоняться от Бога; онтологическая и моральная категория, противоположность… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”